Της Ζωής Δικταίου
Η γραφή, εσύ το υποστηρίζεις, είναι ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας και αναμφισβήτητα εσωτερική ανάγκη. Και φυσικά δεν είναι εύκολο να γράφεις. Είναι σκληρό κάποιες φορές, ιδιαίτερα όταν ξυπνάς αφύλακτες πληγές δικές σου ή και των άλλων. Αλλά, υπάρχει κάτι που σου δίνει δύναμη, όταν γράφεις οι λέξεις πετάγονται σαν σπίθες και φωτίζουν την άβυσσο και αυτό είναι ενθαρρυντικό και παρήγορο, είναι κάτι, μια αίσθηση που στο τέλος μυρίζει ολόλευκο χιώτικο γιασεμί.
Γι’ αυτό ακουμπάς στο παρελθόν, γι’ αυτό σ’ αρέσουν τα ξεχασμένα, τα λησμονημένα, όλα αυτά είναι οι κρυμμένες σπίθες σου, αυτές που γίνονται λέξεις. Εντάξει, εντάξει, η λέξη που σε καθορίζει είναι το «Αύριο…»
Αύριο, ασύνορη βροχή οι λέξεις…
Για την ώρα όμως θα μείνουμε εδώ, στο φαράγγι ανάμεσα στον Καθάριο Λάκκο και την Καθάρια Κεφάλα. Ας ψάξουμε στο κόσκινο με τ’ ανείπωτα, όλο και κάτι θα βρούμε, όλο και κάτι θα θυμηθούμε από αυτά τα ξεχασμένα, μα όχι λησμονημένα, του τόπου και του ανθρώπου.
«Δώστε μου λίγο χρόνο, να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη και τις λέξεις στη σωστή σειρά» , ζητά η Ευγενία και ύστερα από λίγες μόνο στιγμές αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα μιας ακόμη ιστορίας.
Η μητέρα της, η μαία Καλλιστώ, ήταν εκείνη που μέσα στην κατοχή, στα χρόνια τα ταραγμένα, βοήθησε μια καλόγρια να γεννήσει και στη συνέχεια να κρυφτεί με τη βοήθεια κάποιας οικογένειας από την περιοχή, εδώ μέσα στο φαράγγι μέχρι να την φυγαδεύσουν οι αντάρτες στα Γεραπετρίτικα μετόχια. Αφήνουμε την ίδια να μας διηγηθεί, έτσι όπως ξέρει καλά να το κάνει με τη γλύκα της παλιάς δασκάλας:
«Η μητέρα μου, έλεγε πως επρόκειτο για συνεσταλμένη και τίμια κοπέλα, από οικογένεια Μικρασιατών προσφύγων του Ηρακλείου, που ζούσε στην περιοχή της Αγίας Τριάδας και είχε αμπέλια στη Βόνη. Μοναχοκόρη την είχανε και την καμαρώνανε με τους τρεις αδερφούς της. Εργαζόταν στο σταφιδεργοστάσιο με την ονομασία “Τάλως» ως ξελικιάστρα μαζί με πολλές άλλες εργάτριες από τα γύρω χωριά του Μεγάλου Κάστρου. Όμως, μετά το βομβαρδισμό της πόλης από τους Γερμανούς, που ήταν αιτία και ξεκληρίστηκε ολόκληρη η οικογένειά της, αυτή είχε μόνο την τύχη να επιζήσει. Δεκαοκτώ χρόνων κοπέλα τότε, απελπισμένη, για να σωθεί κατέφυγε σε κάποιο μοναστήρι προς τη Βιάννο ντύθηκε μοναχή, και μαζί με άλλες γυναίκες της περιοχής, βοηθούσαν με όποιο τρόπο μπορούσαν στην αντίσταση, αλλά ποτέ δεν είχε πει στη μητέρα μου σε ποια μονή είχε πάει.
Μα τα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής και τα βάσανα των ανθρώπων δεν είχαν τέλος. Πίστευε πως η εκκλησία ήταν καταφύγιο και πως εκεί προστατευμένη από την άνωθεν δύναμη, δεν θα την έβρισκε άλλο κακό. Μέσα της, ήταν τόσο σίγουρη πως ακόμα και οι εχθροί θα έπρεπε να νιώθουν την ίδια ευλάβεια και φόβο για τον Θεό, ώστε όταν έκλεινε η βαριά πόρτα της μονής έπεφτε να κοιμηθεί τις περισσότερες φορές νηστική, αλλά πιο ήσυχη.
Έτσι ανυποψίαστη και ανέγγιχτη, η νεαρή Μαριαννή βρέθηκε μπροστά στο κακό, όπως και άλλες γυναίκες τότε σε όλη την κατακτημένη Ευρώπη. Λίγο καιρό μετά τις εκτελέσεις των πενήντα ομήρων στο Ηράκλειο που έγιναν στις δεκατέσσερις Ιουνίου του χίλια εννιακόσια σαράντα δύο, εκτελέσεις αντίποινα, για την δράση των ανταρτών, σε έφοδο που έγινε στο μοναστήρι, αρχές του φθινοπώρου, η Μαριαννή, αφού ανακρίθηκε, ξυλοκοπήθηκε άγρια και βιάστηκε ακόμη πιο άγρια από δύο Γκεσταπίτες. Οι καλόγριες την βρήκαν μισοπεθαμένη με πολλές πληγές σε όλο το σώμα. Σαράντα μέρες και νύχτες την φρόντιζαν με πολλή αγάπη, μέχρι να καταφέρει να ανοίξει τα μάτια της, να θυμηθεί ποια ήταν και να σταθεί και πάλι στα πόδια της.
Για κακή της τύχη όμως είχε μείνει έγκυος. Όταν το εκμυστηρεύτηκε με λύπη και ντροπή στην ηγουμένη, τέσσερις μήνες μετά, ζητώντας της να την βοηθήσει να απαλλαγεί από αυτό τον καρπό της βίας που την γέμιζε οδύνη, εκείνη, φοβούμενη όχι μόνο για τη ζωή της νέας μοναχής, αλλά και για την ψυχή της, της το απαγόρευσε ρητά επικαλούμενη την αμαρτία που θα την βάραινε αν αφαιρούσε αυτή τη ζωή, όσο κι αν ήταν άδικος ο τρόπος της σύλληψής της.
Παρά τις εντολές της και την παράκληση να μείνει στο μοναστήρι, η Μαριαννή, έφυγε μια νύχτα και γύρεψε από μια κομπογιαννίτισσα σε ένα μετόχι, να την διευκολύνει να κάνει αυτό που σκεφτόταν. Ούτε και αυτή όμως τόλμησε εκτιμώντας πως ήταν προχωρημένη η εγκυμοσύνη, άρα και ο κίνδυνος μεγαλύτερος.
Ακόμη πιο απελπισμένη ξαναφόρεσε το ράσο και αφού περιπλανήθηκε κάμποσο στην ερημιά της περιοχής, χειμώνας πια, πήρε την απόφαση και ανηφόρισε από την Έργανο στο Οροπέδιο. Βρήκε παρηγοριά στο σπίτι μιας χαροκαμένης γριάς στο Καμινάκι. Οι δυο γυναίκες σαν μάννα και κόρη έσμιξαν το φόβο και τη δυστυχία τους. Δεν είχαν πολλές κουβέντες, όχι, μόνο τα δάκρυα περίσσευαν.
Όταν την συνάντησε η μητέρα μου η Καλλιστώ πρώτη φορά, έλεγε πως τα μάτια της ήταν βουλιαγμένα μέσα στις κόγχες, από την κακουχία και την απόγνωση. Παρ’ όλα αυτά, τόνιζε η συγχωρεμένη, όταν μιλούσε συγκινημένη από τις αναμνήσεις της, σε εκείνες τις άσχημες μέρες της κατοχής, όπως καμιά όμορφη ψυχή δεν είχε χάσει την πραγματική ομορφιά της, έτσι και η Μαριαννή, η ομορφιά ήταν ένα γαλήνιο φως πίσω από το μελαγχολικό πεντακάθαρο βλέμμα της.
Στις είκοσι μία Ιουλίου του σαράντα τρία, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, ήταν που γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι με τη βοήθεια της μητέρας μου, εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμη. Στο ημερολόγιο της η Καλλιστώ σημείωσε πως είχε έρθει στον κόσμο ημέρα Τετάρτη, στις πέντε το πρωί και ήταν ο τετρακοσιοστός εικοστός πρώτος τοκετός που πραγματοποιούσε. Η ίδια το βάφτισε δίδοντάς του το όνομα Καλλιόπη που της άρεσε πολύ. Η Μαριαννή κράτησε στην αγκαλιά της την αθώα ψυχούλα και κρέμασε τις λιγοστές της ελπίδες από την υπόσχεση της καινούριας ζωής. Έτρεφε την πίστη πως ισχύει αυτό που λένε “απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο”.
Η μητέρα μου την βοήθησε όσο και όπως μπόρεσε. Όταν όμως το Νοέμβρη, οι δοσίλογοι που είχε στρατολογήσει ο λοχίας Σούμπερτ για το Σώμα των Κυνηγών, με επικεφαλής τον Γεώργιο Τζουλιά ήρθαν στο Οροπέδιο όπου κακομεταχειρίστηκαν πολλούς κατοίκους, έκαναν εκτελέσεις, και τρομοκράτησαν τους ανθρώπους ώστε να μην προσφέρουν βοήθεια στις αντάρτικες ομάδες στα Λασιθιώτικα βουνά, από φόβο μήπως την αναγνωρίσουν και την εκτελέσουν, πάλι με τη βοήθεια της Καλλιστώς και μιας οικογένειας από το Μέσα Λασίθι, ήρθε και κρύφτηκε εδώ στο Φαράγγι στον Καθάριο Λάκκο και από εδώ, οι αντάρτες την φυγάδευσαν σε ασφαλές μέρος προς τα Γεραπετρίτικα.
Μετά από αυτό το γεγονός, η μητέρα μου, δεν θυμάμαι ποτέ να έχει αναφερθεί σε κάτι άλλο σχετικό με αυτή την ιστορία, δεν μπορώ όμως να μην σας εξομολογηθώ, ότι μέχρι το τέλος της ζωής της, κάθε δεκαπενταύγουστο, επισκεπτόταν μόνη της, την ιστορική μονή Παπλινού στη Βαϊνιά της Ιεράπετρας.
Αυτό με κάνει να πιστεύω πως έτσι συνέδεε τη ζωή της Μαριαννής, με τις βαρβαρότητες του γενίτσαρου Μεχμέτ Πιλαβά, ο οποίος είχε επιτεθεί μαζί με τη συμμορία του στη γυναικεία μονή, μετά το χίλια οκτακόσια εικοσιένα, και αφού βίασαν και κακοποίησαν ατιμωτικά τις καλόγριες, τους έκοψαν τα στήθη. Ίσως πάλι, να συναντούσε τη Μαριαννή και την κόρη της την Καλλιόπη κάπου εκεί…»
Η Ευγενία αποδεικνύει πως όταν η αγάπη για τον άνθρωπο και η δεξιότητα του λόγου πάνε μαζί όπως στη διήγηση της ιστορίας της Μαριαννής, η συγκίνηση κορυφώνεται και οι λέξεις γίνονται ακριβό μνημόσυνο. Διατηρεί το ύφος και το ήθος της καλής δασκάλας που υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια. Μένει αφοσιωμένη στις αξίες και καταφέρνει με συναρπαστικό και συνάμα φιλικό τρόπο να μοιράζεται στιγμές όχι μόνο τόσο δυνατές και αλλά και τόσο ανθρώπινες.
Η Ευγενία, η κόρη της Καλλιστώς της μαίας, η δασκάλα που συνήθιζε να κάθεται δίπλα στα παιδιά και ποτέ απέναντί τους, δίπλα σου και ας μην είσαι πια παιδί.
Δακρύζει η Σεληνιώ…
Καλά κάνει…
Κλείνεις τα μάτια και ταξιδεύεις με συγκίνηση, στη συγκίνηση! Τούτη την ώρα αισθάνεσαι, δεν σκέφτεσαι. Αγαπάς τα παιχνίδια και τα ταξίδια της μνήμης.
Να παραμείνεις χαμηλών τόνων, αυτό που είσαι, έως ελαττωματικού σημείου και το γνωρίζεις, και δεν ντρέπεσαι ευτυχώς να είσαι η ελαττωματική φύση που είσαι.
Και όταν σε μαλώνουν να κάνεις αυτό που ξέρεις καλά, να χάνεσαι στη ζύμη σου.
Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου